ἀκροζύγια

ἀκροζύγια
ἀκρο-ζύγια, τά,
A = ζεύγλη, Hsch., Poll.1.253.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακροζύγια — ἀκροζύγια, τα (Α) η ζεύγλη*, τα καμπύλα μέρη τού ζυγού, όπου μπαίνει ο τράχηλος τών ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + ζύγιον < ζυγόν] …   Dictionary of Greek

  • ἀκροζύγια — neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”